πιερότος

πιερότος
Πρόσωπο της Κομέντια ντελ’ άρτε, που προήλθε ίσως από τη φιγούρα του Πεντρολίνο. Ο τύπος που παρουσίαζε εισήχθη στη Γαλλία στο τέλος του 16ου αι. με ιταλικούς κωμικούς θιάσους (από τους διασημότερους ήταν ο θίασος τωνΤζελόζι) και αποτέλεσε μαζί με τον Αρλεκίνο το ζευγάρι των Τσάνι, ενσαρκώνοντας κατά κανόνα τον αφελή, τίμιο υπηρέτη που πάντα βρίσκεται σε δύσκολη θέση εξαιτίας της ειλικρίνειας του. Όταν το 1697, το ιταλικό θέατρο απαγορεύτηκε στο Παρίσι, ο Π. –που ήδη από τότε φορούσε το κλασικό άσπρο κοστούμι του– συνέχισε να σημειώνει επιτυχίες χάρη στην ερμηνεία πολλών κορυφαίων Γάλλων ηθοποιών (Φυζελιέ, Λεσάζ, Πανάρ). Τον 19o αι. ξαναδημιουργήθηκε από τον περίφημο μίμο Ντεμπυρώ, που τον μεταμόρφωσε σε ένα ρομαντικό, καινούργιο και ιδιότυπο ήρωα και ερμήνευσε μ’ αυτόν παντομίμες που έμειναν αξέχαστες. Το άσπρο πρόσωπο που δεν πρόδινε καμιά συγκίνηση και δεν φορούσε μάσκα, και το κοστούμι (που παράμεινε άσπρο εκτός από ένα μαύρο σκούφο στο κεφάλι) έδωσαν στον Π. μια όψη που επηρέασε τη μουσική και τη ζωγραφική στη δημιουργία ενός χαρακτήρα γεμάτου νοσταλγία και μυστήριο. Από τους διασημότερους ερμηνευτές του Πιερότου κατά το 19ο αιώνα ήταν οι μίμοι Ζ. Γκ. Ντεμπυρώ και ο γιος του Ζαν-Σαρλ, ο οποίος εικονίζεται σ’ αυτή τη λιθογραφία της εποχής.
* * *
ο, Ν
1. γαλλική μετονομασία τού Πεντρολίνο, προσώπου τής παλαιάς ιταλικής κωμωδίας, υπηρέτη που φορούσε κοντό και πλατύ χιτώνα λευκού χρώματος και πτυχωτό περιλαίμιο
2. συνεκδ. αυτός που μεταμφιέζεται κατά τις Αποκριές ως πιερότος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pierrot, υποκορ. τού ον. Pierre «Πέτρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιερότος — ο (λ. γαλλ.) 1. πρόσωπο ιταλικής κωμωδίας. 2. καρναβάλι με τη στολή του πιερότου: Το μικρό μας τον ντύσαμε τις απόκριες πιερότο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ντεμπιρό, Ζαν-Γκασπάρ — (Jean Gaspard Debureau, Κολίν, Βοημία 1796 – Παρίσι 1846). Γάλλος μίμος. Γεννήθηκε από οικογένεια περιπλανώμενων σαλτιμπάγκων, που έφτασε στη Γαλλία κατά το 1811. Η καταγωγή του και τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του δεν είναι γνωστά. Τις… …   Dictionary of Greek

  • παλιάτσος — I Ο γελωτοποιός των ιπποδρομιών (τσίρκων). Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη pagliaccio. Μεταφορικά, Π. ονομάζεται και ο αδέξιος στους τρόπους ή γελοίος. Ο π. ανήκει στη χορεία των κωμικών του παλαιού λαϊκού θεάτρου της Νάπολης της Ιταλίας,… …   Dictionary of Greek

  • Νέιχοφ, Μαρτίνους — (Martinus Nijhοff, Χάγη 1894 – 1953). Ολλανδός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Άμστερνταμ, αφιερώθηκε όμως πολύ γρήγορα στη λογοτεχνία. Στον πρώτο τόμο ποιημάτων του Ο περιπατητής (De Wandelaar, 1916), αναζήτησε μια πρωτότυπη ποιητική γλώσσα, από …   Dictionary of Greek

  • Σένμπεργκ, Άρνολντ — (Schonberg). Αυστριακός συνθέτης και θεωρητικός εβραϊκής καταγωγής (Βιέννη 1874 Λος Άντζελες 1951). Σπούδασε βιολί και βιολοντσέλο και στη σύνθεση επωφελήθηκε (στην ουσία ο Σ. ήταν αυτοδίδακτος) από τη διδασκαλία του Αλεξάντερ φον Ζεμλίνσκι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”